Article content

Άσπρος ξύλινος στάβλος

Ποιος ήταν ο Στάθης Βάβουλας;

Κατηγορία: Διηγήματα

ΕΙΝΑΙ ένα μεγάλο χωριό ή μπορείς πολύ καλά να
πεις πως είναι μια μικρή πόλη, μιας και έχει δύο φαρμα-
κεία, φούρνο, υδραυλικό, σχετική ρυμοτομία, πέντε τα-
βέρνες, δυο καθαριστήρια, ένα γέρο ντόπιο γιατρό όλων
των ειδικοτήτων, ποδοσφαιρική ομάδα – ο «Αετός» -,
γυμνάσιο, σταθμό χωροφυλακής, μορφωτικό και εξω-
ραϊστικό σύλλογο, κ.λπ., κ.λπ.

Είναι το μέρος που παραθερίζω τα τρία τελευταία
χρόνια, γιατί εκτός απ᾿ τα άλλα, η θάλασσα είναι κοντά
και το βουνό δεν είναι μακρυά. Σ’ αυτό λοιπόν το χωριό
ήρθε και λιμάνιασε πριν δέκα χρόνια πάνω – κάτω και ο
Στάθης Βάβουλας. Τα δυο πρώτα καλοκαίρια που ήρθα
εδώ δεν έτυχε να τον γνωρίσω. Ό,τι σας διηγηθώ γι’ αυ-
τόν τ᾽ άκουσα τη φετινή χρονιά.

Τότε που ήρθε λοιπόν, ο Στάθης, καθώς λένε, ήταν
γύρω στα σαράντα. Πλούσιος δεν έμοιαζε μα και ψόφιος
της πείνας δεν φαινόταν, παρά μόνο κάπως βασανισμέ-
νος άνθρωπος, καλόγνωμος και ήσυχος μα προπάντων
λιγομίλητος πολύ. Μήτε πούθε κρατούσε η σκούφια του
μολογούσε, μήτε πούθ᾽ έρχονταν και που τραβούσε. Δεν
τον ζόρισαν και τούτοι σώνει και καλά να τους πει, ας
είναι είπαν, καράβι τσακισμένο μοιάζει που τό ‘ριξαν
κατά δω οι καιροί κι οι θάλασσες της παλιοζωής. Απ᾽ τα
λίγα που είπε ήξεραν πως, αν και άλλη ήταν η καθαυτό
δουλειά του μικρός είχε κουτσομάθει απ᾿ ένα μπάρμπα
του να φτιάχνει βαρέλια. Κι αυτά μέχρι εδώ, έτσι πρέπει
νάναι, γιατί όλοι συμφωνάνε ακόμα πως έτσι τάχε πει
ολουνών απ’ την αρχή.

Δίχως πολύ κόπο ο Στάθης βρήκε μια ισόγεια κάμα-
ρη, στο σπίτι του Γιώργη του Μήλιου, που την έκανε κο-
νάκι του και μαγαζί. Έτσι ξεκίνησε σιγά – σιγά τη δου-
λειά του μαραγκού, μαθαίνοντας από ξαρχής, καθώς
το λέει ο λόγος, στου κασίδη το κεφάλι. Όπως και νά-
ναι φαίνεται πως ο βαρελάς έγινε στο τέλος μαραγκός.
Το χωριό τον πήρε από καλό μάτι και τον βοήθησε για
νάχουν κι αυτοί ένα μάστορα αφού άλλος καλύτερος
δεν υπήρχε. Μ’ αυτό τον τρόπο καλά άρχισαν οι δουλειές
του Στάθη κι ακόμα καλύτερα πηγαίνανε κατόπι. Η κα-
μαρη γέμισε από παλιατζούρα στην αρχή για μερεμέ-
τιασμα και ύστερα με τον καιρό, σαν ξεθαρρεύτηκε ο
μαραγκός, έφερε καινούργια ξυλεία και πήρε τις πρώ-
τες παραγγελίες.

Σε κάνα χρόνο πάνω κάτου, οι Μηλιαίοι φεύγουν να
καταμείνουν πια στην επαρχιακή πρωτεύουσα και ο Στά-
θης σε καλή τιμή και πολλές δόσεις, πήρε δικό του ολά-
κερο το σπίτι και τον κήπο που ήταν πίσω, γύρω στο
ενάμισυ στρέμμα. Αναγνωρίστηκε το λοιπόν μαραγκός
σε τούτο το χωριό, αλλά, και στα γύρω μικροχώρια και
δούλευε καλά. Σαν έφτασε, κούτσουρο μονάχο ήταν, μα
για φαμίλια λόγο δεν έκανε ποτές του. Κάτι μεγαλοκο-
πέλες στην αρχή και κάτι κοτσονάτες χήρες, τόβαλαν ως
φαίνεται στο μυαλό τους για τον μαραγκό και τον δι-
πλάρωναν με τρόπο, μ’ αυτός δεν νοιάζονταν για τέτοια
νιτερέσια. Βγάλαν τότε πως ίσως θάταν κάποια γυναί-
κα στη ζωή του και καρτέραγαν, άντε σήμερα, άντε αύ-
ριο, να τήνε φέρει. Μα ούτε και τούτο έγινε. Πέρασαν
τα χρόνια κι ο Στάθης πατάει τα πενήντα. Έγινε βέρος
ντόπιος, χώνεψε τα συνήθεια του τόπου, χάθηκε εκείνη
η ξενική, κάπως βαριά, προφορά του και συχνωτίσθηκε
μ’ ανθρώπους και πράματα. Κι ωστόσο, η παλιά πεισμα-
τάρα σιωπή του δεν έλεγε να σπάσει. Κράταγε πάντα το
στόμα του κλειστό για περασμένα πάθια, για τωρινές
σκέψεις και μελλούμενα σχέδια. Έκαναν βέβαια μια
αίσθηση στο χωριό όλα τούτα μα με τον καιρό έγινε κι
αυτό μια απ᾿ τις τόσες παλιές συνήθειες, που κανείς δεν
έψαχνε την αρχή της, και ξήγηση δεν έπαιρνε. Μόνο
τούμεινε ένα παρατσούκλι να του λένε, ο Στάθης ο
μουγγός.

Κι όμως, αυτή η αταραξία της ζωής του, έμελλε να
σπάσει έτσι ξαφνικά, όπως ξαφνικά γίνονται όλα τα με-
γάλα και σπουδαία στη ζωή μας. Σαν έφτασα εκεί για το
φετεινό ξεκαλοκαίριασμα, τη μέρα εκείνη ακριβώς, ο
Στάθης Βάβουλας δεν ήταν πια το κλειστό κουτί των μυ-
στηρίων. Τα γεγονότα ήρθαν με μια αποκαλυπτική τα-
χύτητα. Την ώρα που έφτανα στο χωριό λοιπόν, ο Στά-
θης έφευγε. Καλύτερα είναι να πω απ᾿ την αρχή πως
αναγκάζονταν να φύγει. Είναι έτσι μπερδεμένη αυτή η
ιστορία, που δεν βρίσκω την αρχή της. Ίσως απ᾿ όπου
κι αν την πιάσω να είναι μια κάποια αρχή.

Ο Στάθης λοιπόν, βάλθηκε μια μέρα να σκάβει τον
κήπο για να φυτέψει ένα δεντράκι, όπως ισχυρίζονταν
κατόπιν. Πάνω στην ώρα, νάσου κι ο Μήτσος ο γείτονας
ορεξάτος για κουβέντα:

– Να σου βάλω κι εγώ ένα χέρι μωρέ Στάθη, προθυ-
μοποιήθηκε ο Μήτσος.
– Μην κάνεις κουβέντα, μια γουβίτσα θέλω τόση δα.

Εκεί πάνω που ο Μήτσος επιμένει να βάλει ένα χέρι
και ο Στάθης αρνιέται να ακούσει το γείτονα, να υπο-
χρεωθεί κιόλας, κάτω απ᾿ το ξυνάρι του κάτι πήρε να
θαμποξασπρίζει. Ο Στάθης το τράβηξε στην άκρη πάνω
στο φρεσκοσκαμμένο σωρουδάκι από χώμα. Ο Μήτσος
που έτυχε να βλέπει κατά κει, ρωτάει :

– Τι είναι αυτό που παραχώνεις;
– Πώς το παραχώνω; Το ξεχώνω όπως βλέπεις, λέει
ο άλλος.
– Σαν κόκκαλο μοιάζει…
– Και μοιάζει και κόκκαλο είναι. Τι το περίεργο; ξα-
ναλέει ο Στάθης και κτυπά ελαφριά με το ξινάρι του το
ασπρουδερό πραματάκι.
– Τι κόκκαλο νάναι αυτό;

Σκύβει τώρα προς τα κει την μακρυά μύτη του ο
γείτονας, παλιός αγροφύλακας και για τούτο άνθρωπος
με προσοχή και κάποια αυξημένη όσφρηση.

– Κόκκαλο, τι στο καλό, σαν τάλλα κόκκαλα, λέει ο
μαραγκός.
– Μπα, δεν μου φαίνεται. Αυτό μοιάζει με ανθρώπινη
σπάλα.
– Βρε να σε πάρει…

Ο Στάθης σταματά για μια στιγμή το ανεβοκατέ-
βασμα του ξιναριού. Ο Μήτσος σκύβει ακόμα πιο κάτω
γυρεύοντας λες απ᾿ τη μυρουδιά, σαν καλό λαγωνικό,
να στεριώσει την υποψία του.

– Ναι σου λέω, μουρμουρίζει, αυτή είναι σπάλα αν-
θρώπινη.

Ο μαραγκός σταματά το σκάψιμο, ακουμπά στο ξι-
νάρι του και κοιτάζει υποψιασμένα τον άλλον.

– Λες;… μα πώς;…
– Ξέρω κι εγώ πώς;
– Θες νάπεσα πάνω σε παλιό νεκροταφείο;
– Δεν νομίζω, είπε με κάποια σημασία ο Μήτσος. Κά-
τι τέτοιο δεν τόχει στορήσει κανένας παλιός εδώ.
– Εμ τότες;
– Αυτό λέω κι εγώ…
– Και γω σου λέω πως είναι κόκκαλο από ζό. Κάποτε
θα το πέταξαν πάνω σε φαγοπότι εδώ κι απόμεινε. Ή
μπορεί και να τόρριξαν στο σκύλο και να τάφησε. Οι Μη-
λιαίοι είχαν σκύλο όπως θυμάσαι και τούχαν εκεί στην
άκρη και το καλύβι του, που είναι ακόμα.

– Μμμ… Ίσως, νάναι κι έτσι…, έκανε σκεφτικός ο Μή-
τσος και παράτησε αυτή την κουβέντα. Παράτησαν και
το κόκκαλο ν᾿ ασπρίζει πάνω στο σωρουδάκι από χώμα
και καταπιάστηκαν με πιο ζεστά πράματα.

Ωστόσο, το άλλο πρωί το μικρό εκείνο κομμάτι κόκ-
καλο δεν ήταν στη θέση του. Το διαπίστωσε ο ίδιος ο Μή-
τσος, κρυφά, καθώς το ζητούσε η περίσταση, περνώντας
το μεσιανό φράχτη. Έψαξε καλά, μα δε βρήκε τίποτα.
Όλη τη νύχτα είχε κάνει πολλές σκέψεις, πολλές υποθέ-
σεις, πριν βάλει μπροστά αυτό το σχέδιό του. Τούτη η
ιστορία με το κόκκαλο είχε φέρει ξάφνου στο μυαλό του
μια παλιά μισοξεχασμένη άλλη ιστορία. Ήρθαν, πώς ήρ-
θαν τα πράματα και να, που μπορεί, αυτός ο παράξενος
ξενομερίτης να έχει μια σχέση μ᾿ αυτή την ιστορία και
την εξαφάνιση της Βούλας, που έπεφτε ακριβώς πάνω
στον καιρό πούφτασε ο μαραγκός στο χωριό. Και να πώς
είχε τούτη η ιστορία: Σχεδόν μόνη της έμενε τον καιρό
εκείνο η Βούλα. Το άτυχο κορίτσι το είχαν υιοθετήσει
οι Κουτσορόδηδες, αρκετά βαστάμενοι νοικοκυραίοι, που
δεν έλαχε να κάνουν δικά τους παιδιά. Τόχαν πάρει σχε-
δόν μωρό από ορφανοτροφείο της Αθήνας, πεντάγερο
και ομορφούλι, μα τους αρρώστησε στα πέντε του ή στα
έξι και από τότε το παιδί δεν ήταν στα καλά του. Λέγαν
στην αρχή πως θα περνούσε με τον καιρό και την ηλι-
κία, μα σαν πατούσε και τα δεκαοχτώ του καλύτερα δεν
ήταν παρά χειρότερα να πεις. Τότε πέθανε κι η Κουτσο-
ρόδαινα λίγους μήνες μετά το γέρο της και το κορίτσι
έμεινε πεντάρφανο για δεύτερη φορά. Βρέθηκαν τότες
οι Μηλιαίοι πούχαν συγγένεια με τους Κουτσορόδηδες
κι έπαιρναν πότε – πότε το κορίτσι στο σπίτι να του προσ-
φέρουν σύμφωνα με τη δύναμή τους. Κείνο τον καιρό
ήταν πούρθε κι ο Στάθης Βάβουλας, που κράτησε την
κάτω κάμαρη και σε λίγο σαν φύγαν οι Μηλιαίοι πήρε
και το σπίτι με τον κήπο. Έτσι η Βούλα έμεινε να την
νοιάζονται πότε ο ένας και πότε ο άλλος για λίγον και-
ρό. Ξάφνου χάθηκε το κορίτσι. Ρώτησαν εδώ κι εκεί, εί-
παν στο τέλος πως το πήραν πάλι οι Μηλιαίοι κοντά τους.
Ώσπου πάνω σ᾿ αυτά κάνει μια βόλτα απ᾿ το χωριό ο
Γιώργος ο Μήλιος και τους λέει, πως είδηση δεν έχουν
αυτοί για Βούλα και πως ίσα – ίσα το πιο πολύ γι’ αυ-
τήν είχε έρθει να δει. Ξαναρώτησαν από δω κι από κει,
μ᾿ από πουθενά δεν πήρανε χαμπέρι. Άρχισαν τότε κου-
βέντες μεγάλες και φοβερές για πηγάδια και για πνί-
ξιμο του κοριτσιού. Και χίλια άλλα πράματα, που με
τον καιρό τους όμως θαφτήκανε κι αυτά κάτω από και-
νούργια πιο ζωντανά γεγονότα.

Αυτά έφερνε βόλτα στο νου του όλη τη νύχτα ο Μή-
τσος. Πού να χάθηκε άφαντο το κορίτσι; Και τι νάθελε
θαμμένο στον κήπο του Στάθη, αυτό το ανθρώπινο κὀκ-
καλο; Γιατί δεν του το βγάζεις πως ανθρώπινο ήταν και
μάλιστα η σπάλα. Κι ακόμα, τον είδες που δεν ήθελε μή-
τε κουβέντα πάνω σ᾿ αυτό. Ύστερα θυμήθηκε πως όταν
οι Μηλιαίοι έπαιρναν το κορίτσι στο σπίτι, εκεί ήταν κι
ο Στάθης, πως θα την γλυκοκοίταζε βέβαια μικρή και
δροσερή. Κι αφού έβαλε πολλά «μήπως» και «αν», ο Μή-
τσος σηκώθηκε μούζγκωμα κρυφά και βγήκε να κάνει το
χρέος του. Το κόκκαλο έλειπε… Ποιός να τόχε πάρει;
Ένα κόκκαλο του φαίνεται αυτουνού πως ήταν άχρη-
στο πράμα. Τι να το κάνουν; Ποιος άλλος λοιπόν απ’ το
Στάθη, που πήγαινε χτες να του ρίξει στάχτη στα μάτια.
Μα ο κλέφτης κι ο ψεύτης τον πρώτον χρόνο χαίρεται.
Τώρα πολλά μπαίναν σε μια σειρά, πολλά μπορούσαν
να ξηγηθούν. Έκατσε κι όλη τη μέρα να σκεφτεί, να λο-
γαριάσει και να ξαναλογαριάσει. Ύστερα τράβηξε στου
Γιάννη του χασάπη. Εκεί λίγο μασώντας και λίγο κομ-
πιάζοντας του τάπε κατά λεπτώς.

– Ήθελα νάφερνα σε σένα που καταλαβαίνεις πιο πολ-
λά εκείνο το κόκκαλο, μα βλέπεις ο άτιμος πρόλαβε.

Ο χασάπης τα είχε χαμένα.

– Τέτοιο πράμα… Πάει να του φύγει το πετσί.
– Καλά, ήταν παράξενος αυτός ο μαραγκός, αλλά πά-
λι… Λες να ξεπάστρεψε το κακόμοιρο, και μετά, να…
– Αμ᾿ πώς αλλιώς, ρε Γιάννη; Πες μου πώς αλλιώς;

Κι έτσι δεν το χώνευε ο Γιάννης, μα κι άλλη εξήγη-
ση δεν έβρισκε.

– Και σένα ποιος Θεός σε φώτισε, ε;
– Θεός, διάβολος, δεν ξέρω ποιος μούβαλε αυτή την
ιδέα στο νερουλιασμένο μυαλό μου. Μα τώρα τι θα κά-
νουμε, μου λες;

Συμφώνησαν στο τέλος να μην πουν σε κανένα τίπο-
τε ακόμα. Έτσι είπαν κι αποχαιρετίστηκαν, μα σε δυο –
τρεις μέρες, το μισό χωριό απ᾿ το Μήτσο και το μισό
χωριό απ᾿ το Γιάννη κι από μυστικό σε μυστικό τόχαν
μάθει.

Όλοι τώρα έρριχναν στραβές φαρμακερές ματιές
προς το σπίτι του μαγαζιού. Τον παλιάνθρωπο, σφύριζαν
απειλητικά. Τον Ιούδα, το φονιά. Κανείς δεν ήθελε πά-
ρε – δώσε μαζί του. Ο Στάθης μια – δυό μέρες φαίνεται
πως δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν. Ύστερα θα πρό-
σεξε την γκίνια του, να μην σταυρώνει πελάτη και δου-
λειά. Απ’ το σπίτι δεν έβγαινε ο μαραγκός κι ούτε άνοι-
ξε με κανένα κουβέντα. Θα είχε το δίχως άλλο νιώσει
πως το φοβερό μυστικό του κυλούσε καφτό και βρώμικο
σ᾿ όλο το χωριό. Τα μικρά παιδιά, π᾿ άκουσαν πολλά αυ-
τές τις δυο – τρεις μέρες, έδωσαν στην υπόθεση περίερ-
γες προεκτάσεις με το δικό τους μοναδικό τρόπο. Δε σή-
κωναν αυτά κανενός είδους σιωπηρή ανοχή και ζητού-
σαν αντίποινα. Αν και τα περισσότερα ούτε που θυμόν-
τουσαν καθόλου αυτή τη Βούλα, έγιναν μονομιάς υπερα-
σπιστές της μνήμης της και του άδικου που της είχε γί-
νει. Ανατρίχιαζαν σύγκορμα και άναβε το σοβαρό μου-
τράκι τους, καθώς διηγιόντουσαν με κάποιες εκπληκτι-
κές λεπτομέρειες, πώς ο φονιάς έσφαξε το κορίτσι, πώς
το κομμάτιασε και πώς ύστερα κρυφά κάθε νύχτα έθαβε
ένα – ένα κομμάτι στον κήπο του. Ίσως μάλιστα να εί-
χε φάει κι ανθρώπινο κρέας. Τα βράδια είναι αλήθεια
πως φοβόντουσαν λιγουλάκι να περάσουν έξω απ᾿ αυτό
τον κήπο, μα τη μέρα πήραν θάρρος, πλησίασαν και πέ-
ταξαν πέτρες στις πόρτες και στα παράθυρα του σπι-
τιού. Ο μαραγκός βγήκε τότε με σκοτεινό πρόσωπο ρί-
χνοντας καφτές ματιές προς το μέρος τους. Εκείνα έκα-
ναν για μια στιγμή να γυρίσουν πίσω. Ένας όμως τολ-
μηρός κοντορεβυθούλης βρήκε την ψυχραιμία να ξεσφεν-
τονίσει μια πέτρα, που βρήκε το δράκο ίσα στο γόνατο.
Ο μαραγκός στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος, ύστερα
γύρισε, μπήκε στο μαγαζί κι έκλεισε την πόρτα. Τότε
οι μικροί ήρωες παίρνοντας θάρρος, πλησίασαν ακόμα
λίγο φωνάζοντας: – Ού ου ου !!… δράκουλα, δράκουλα,
και οι πέτρες τους χτύπησαν σε πόρτες και παράθυρα,
μια θορυβώδικη και σκληρή βροχή.

Η ίδια αγανάκτηση φούντωσε γρήγορα σ’ όλο το χω-
ριό κι όλοι ζητούσαν μια ηθική ικανοποίηση, απαιτού-
σαν μια κάθαρση. Πρωτοστατούσε ο «μορφωτικός και
εξωραϊστικός» σύλλογος, ακολουθούμενος απ᾿ την εκ-
κλησία και τις εκλεγμένες Αρχές. Η χωροφυλακή δεν
έδωσε ιδιαίτερη σημασία απ᾿ την αρχή, ύστερα όμως
από πιέσεις και υποδείξεις πήρε τις ευθύνες της. Ο νο-
ματάρχης με δυο χωροφύλακες κι επιτροπή του χωριού
μπήκαν για έρευνα στον τρομερό κήπο, νομότυπα φυσι-
κά, παίρνοντας την άδεια του ιδιοκτήτη. Πρώτος και κα-
λύτερος ο Μήτσος ο γείτονας. Μάλιστα αυτός ο ίδιος
με το γκασμά του άρχισε να σκάβει στο μέρος που ο
Στάθης είχε φυτεμένο το δεντρί. Εκείνο αθώο όπως και
νάχε την ώρα που αμέριμνο βύζαινε τη ζωή απ᾿ τα σπλά-
χνα της γης, ξαφνιάστηκε απ᾿ αυτήν την επίθεση. Σε λί-
γο, ξεπιάστηκε απ᾿ το χώμα και αργά – αργά έγειρε στο
ένα πλάι, δείχνοντας στον ήλιο και στους τίμιους αυτούς
ανθρώπους κάτι μικρές κι απορρημένες, κόκκινου πες
και υγρές ακόμα, ριζούλες. Ο Μήτσος έσκαψε πιο βα-
θιά βέβαια, δεξιά κι αριστερά, μπρος και πίσω, μα δε
βρήκε τίποτα. Σε λίγο έξι – εφτά γκασμμάδες έφεραν τα
πάνω κάτω σ᾿ ολόκληρο τον κήπο. Ο Στάθης με το στό-
μα πάντα κλειστό, με πρόσωπο και μάτια ανέκφραστα,
κοιτούσε απ᾿ την πόρτα της σκάλας. Στο τέλος ο Μήτσος
πέταξε χάμω το γκασμά, έφτυσε στις χοντρές ιδρωμένες
χούφτες κι έφυγε προς το μεσιανό φράχτη, δίνοντας έτσι
το σύνθημα για οριστικό σταμάτημα αυτής της ανασκα-
φής. Ο νωματάρχης πλησίασε το μαρμαρωμένο Στάθη
και τούπε πως ήταν λόγος να πάει μαζί τους, μα σαν
ήθελε να πάρει κάτι, τον περίμεναν. Ο μαραγκός απάν-
τησε σβηστά πως ήταν κιόλας έτοιμος.

Βλέποντας η χωροφυλακή κόσμο να μαζεύεται έξω
από το Τμήμα, βρήκε λογικότερο να μεταφέρουν το Στά-
θη στην έδρα της «υποδιοικήσεως», στην επαρχιακή πρω-
τεύουσα. Κι ενώ το αυτοκίνητο ξεκινούσε, το μαζεμένο
πλήθος δεν παράλειψε το τελευταίο χρέος του στη μνή-
μη της Βούλας. Σήκωσαν τη φωνή και φώναξαν : -Ιού-
δα… φονιά… Σήκωσαν και τα χέρια και τον φασκέλωσαν.
Τι άλλο νάκαναν οι αδύναμοι αυτοί άνθρωποι; Τα παι-
διά με τη σειρά τους τσίριζαν :

– Δράκουλα, δράκουλα, κι έρριξαν και μια πέτρα.

Κι όταν το αυτοκίνητο χάθηκε στην πρώτη στροφή,
όλοι ορκίζονταν πως ένιωσαν μιαν ανακούφιση.

Ακριβώς το απόγευμα εκείνης της μέρας έφτασα κι
εγώ ν’ αρχίσω τις διακοπές μου κι ύστερα πάνω σ᾿ αυτό
το ξαναμμένο ακόμα ανθρωπολόι, που συνέχιζε να βρί-
ζει και να καταριέται, όπλο μοναδικό τώρα πια, ενάν-
τια στον ξενομερίτη σατανά. Απ᾽ την παράξενη αυτή ιστο-
ρία ήθελα να μάθω όσο γίνονταν πιο πολλά. Όλοι δεν
είχαν άλλη κουβέντα στο στόμα τους, παρά την ιστορία
τούτη. Ο καθένας κάτι ακόμα θυμόνταν, ο καθένας από
κάπου ξετρύπωνε πληροφορίες για το δαίμονα που εί-
χε κάτσει στο σβέρκο τους, πούχε στ᾽ αλήθεια καταφέ-
ρει να τους ξεγελάσει με την καλοφτιαγμένη προσωπί-
δα του. Ήρεμος, ευγενικός, με μια απροσδιόριστη μόρ-
φώση, που έκανε πάντως εντύπωση. Μια κοντούλα, ξε-
ρακιανή που έμενε στην ίδια αυλή με μένα, μου έλεγε:

– Αμ, εγώ, ήξερα πολλά, είχαν δει τα μάτια μου… Γυ-
ναικάς, μουρντάρης, αφού καλέ, άκου ν’ ακούσεις, δεν
κόταγε γυναίκα να του πάει πράμα για φτιάξιμο. Σαν
το ξανάπαιρνε πίσω, σε κάποιο μέρος κρυφά και επιτή-
δεια κόλλαγε ραβασάκια. Αμέ! Ξέρεις πόσες πήρανε! !

Ύστερα απλώθηκε μια φήμη φερμένη απ᾿ έξω από
κάποιο περαστικό λαδέμπορα, που στορούσε την κατα-
γωγή του μαραγκού. Ηπειρώτης, λέει, ήταν και μικρός
γύριζε στις πόλεις πουλώντας ξύλα. Και δεν ήταν ούτε
βαρελάς που έλεγε. Ήταν και μπάσταρδος. Η μάνα του
τον είχε «πιασμένο», μ’ ένα στρατιώτη μωραΐτη, πούκανε
τη θητεία του σε κείνα τα μέρη. Γι’ αυτόν τον φευγάτο
πατέρα κατέβηκε κατά δω. Του κάκου ψάχνοντας για
χρόνια απελπίστηκε και κατάκατσε πια. Για τη μάνα του
λέγαν πολλά. Την παράτησε στη μαύρη φτώχεια της ο
Στάθης στο χωριό, ή πέθανε απ’ την ντροπή και τα βασα-
νιστήρια που της έκαναν τα ᾿δέρφια της. Κι από πάνω μα-
θεύτηκαν κι άλλα για την κρυφή ζωή του. Έκλεβε στα
χαρτιά, λέγαν. Στο χωριό φυσικά δεν έπαιζε ποτέ του,
γιατί ήθελε νάναι καθαρός. Έκλεβε, έχανε κιόλας πολ-
λά. Τώρα ξηγιόταν τι τόκανε τόσο χρήμα πούβγαζε το
μαγαζί. Αφού εδώ στο χωριό κανείς δεν τον είχε δει να
χαλάει, παρά μόνο όταν σπάνια τον έπιανε κείνο το πε-
ρίεργο ξαφνικό μεράκι του και έβαζε το χέρι στην τσέπη.
Μετά ήρθε ένας γυρολόγος κι είπε κάπως αλλιώς την
ιστορία του. Ο Στάθης, λέει, ορφάνεψε μικρός και δού-
λευε σ’ ενός μεγαλοκτηματία. Με δόλο λοιπόν ξεπλάνε-
ψε την κόρη τ᾽ αφεντικού του. Αυτόν, τον κυνηγήσανε και
χάθηκε και το κορίτσι το πήγανε νωρίς με κάθε μυστικό-
τητα στην Αθήνα, όπου και ξεγέννησε. Ύστερα το παιδί
το βάλαν σε κάποιο ορφανοτροφείο. Ήταν ένα κοριτσά-
κι. Τώρα άντε γύρευε το σέρνει ο διάβολος. Ίσως οι
Κουτσορόδηδες… Ποιός ξέρει… Αυτό που ήξερε ο γυρο-
λόγος όμως καλά είναι, πως ύστερα από χρόνια ο μεγα-
λοχτηματίας πέθανε. Η κόρη του έμεινε ανύπαντρη, γιατί
την τριβέλιζαν οι τύψεις. Παράγγειλε τότε στο Στάθη,
να της βρει το παιδί και να κάνουν γάμο. Εκείνος βάλ-
θηκε λοιπόν να ψάχνει το παιδί. Τώρα από κει κι ύστε-
ρα; Πώς και γιατί; Βίος και πολιτεία, ο Στάθης Βάβου-
λας. Ποιος το φαντάζονταν! Όλοι είχαν στραβωθεί. Τώ-
ρα τα βλέπαν, μα… Ούτε εκκλησία πάταγε, μήτε νή-
στευε ποτές του. Μεγάλη εβδομάδα κι αυτός μπορεί νά-
τρωγε κρέας.

Ποιος ξέρει πόσα θα μαθαίναμε ακόμα, αν η φιλο-
τιμία και το δαιμόνιο του Μήτσου δεν προχώραγαν τα
πράματα πιο πέρα… Ο Μήτσος ο γείτονας λοιπόν στο
βάθος δεν χώνεψε ποτές του, πως εκείνη τη νύχτα χά-
θηκε το κόκκαλο. Λίγες μέρες σαν πήραν το Στάθη, μέ-
ρα μεσημέρι, τούτη τη φορά, ξαναμπήκε στον κήπο να
ξεψαχνίσει την αλήθεια. Και ποιος ξέρει πάλι, αν ο ίδιος
Θεός ή διάβολος στάθηκε στο πλευρό του. Ψάχνοντας
εκεί κοντά στο σπιτάκι του σκύλου, βρήκε το αποδει-
κτικό στοιχείο. Ο Στάθης θα το είχε κρύψει εκεί, ίσως
και πεινασμένος σκύλος, για γάτα το τράβηξαν, μα κα-
θώς τους μύρισε πολυκαιρικό, το παράτησαν. Το νέο αυ-
τό στοιχείο μαθεύτηκε αυτοστιγμής. Τ’ άλλο πρωί κιόλας
ο Μήτσος κι ο Γιάννης και δυο χωροφύλακες τιμητική
συνοδεία τους, φεύγαν για την πόλη, να κάνουν επαλή-
θευση. Τα πρόσωπα των δυο χωρικών λάμπαν ευχαριστη-
μένα. Τα πρόσωπα των δυο χωροφυλάκων σχεδόν ακίνη-
τα φορούσαν την υπηρεσιακή τους μάσκα.

Το μεσημέρι γύρισαν και κατέβηκαν στη γεμάτη
ανυπόμονο κόσμο πλατεία. Τα πρόσωπα των δυο χωρι-
κών, σκοτεινά, γεμάτα απογοήτευση. Τα πρόσωπα των
δυο χωροφυλάκων σχεδόν ακίνητα, φορώντας την υπη-
ρεσιακή τους μάσκα. Μόλις έγινε γνωστή η είδηση, ήταν
αδύνατο στην αρχή οποιοδήποτε σχόλιο. Το κόκκαλο, εί-
παν οι ειδικοί, προέρχονταν από μεγάλο ζώο. Άλογο,
μουλάρι, ή γαϊδούρι. Μια ερμηνεία τόσο δυσκολοχώνευ-
τη, γιατί έπρεπε πρώτα να ξερριζώσουν την παλιά. Τα
παιδιά μόνο πρόσθεσαν δίχως μεγάλη δυσκολία, πως ο
δράκουλας έτρωγε ακόμα μουλάρια και γαϊδούρια, όταν
δεν έβρισκε ανθρώπους. Λίγο – λίγο, όμως, και οι τολμη-
ρότεροι μεγάλοι, κύρια όμως εμείς οι τουρίστες, που δεν
είχαμε εκτεθεί σε κουτσομπολιά, βρισιές, κατάρες κι
αφορισμούς, αρχίσαμε να βλέπουμε την ιστορία απ’ άλ-
λη όψη. Καινούργιες σκέψεις, συλλογισμοί, συμπεράσμα-
τα, ερωτήματα. Τι φέρσιμο ήταν αυτό του Στάθη; Γιατί
δεν γύρισε κουβέντα, αν ήταν εντάξει; Και το κορίτσι,
τέλος πάντων, τι είχε γίνει, από τότε πούφυγαν οι Μη-
λιαίοι απ᾿ το χωριό; Μια φορά το μαραγκό από φονιά
έπρεπε να τον αποκλείσουμε, ήταν βέβαια μονόχνωτος,
ιδιότροπος, με παρελθόν άγνωστο και σκοτεινό, αλλά για
φονιάς, όχι.

Άλλοι ντόπιοι ταξιδευτές δεν άργησαν να φέρουν
καινούργια νέα γι’ αυτόν. Όχι, λάθος, δεν ήταν απ᾿ την
Ήπειρο, είπαν, αλλά απ᾿ την Κέρκυρα. Καλαντζής στο
επάγγελμα και στη θρησκεία ευαγγελικός. Τα μάθαν
τυχαία απ᾿ ένα του συναφιού πούχαν κάνει μαζί. Ήταν
αλήθεια πως είχε κάτι θείους απ᾿ τη μάνα του στην Ή-
πειρο, που του μάθαν και την τέχνη. Μια φορά βεβαίωνε
ο άνθρωπος, πως ο Στάθης ήταν φρόνιμος και παράνομα
νταραβέρια με γυναίκες δεν είχε. Πάνω σ᾿ αυτά βγήκε
η Βαγγελιώ, η ταβερνιάρισσα, να πει πως δεν τα πιστεύ-
ει, γιατί ο Στάθης ευαγγελικός δεν ήταν. Γιατί τον έβλε-
πε αυτή κάθε που θα τύχαινε να τρώει στην ταβέρνα, να
κάνει το σταυρό του, ενώ οι ευαγγελικοί δεν δέχονται
σταυρό. Αλλιώς θάταν η αλήθεια, ίσως αυτή που μας εί-
πε ένας βιβλιοπώλης απ᾿ την πόλη.

Αυτός ο Στάθης Βάβουλας, μας είπε, έφτασε στην
πόλη μας απ᾿ την Αθήνα επικεφαλής σ᾿ ένα μπουλούκι
θεατρίνους. Τους είχε πείσει να κάνουν μια εταιρία βά-
ζοντας όλοι τα λεφτά τους. Έπεσαν έξω όμως και κα-
ταστραφήκανε. Τότε ο Στάθης αναγνώρισε το λάθος πως
ήτανε δικό του, γιατί δεν ήτανε κι απατεώνας. Τα λεφτά
σας θα τα πάρετε πίσω μέχρι δεκάρας. Μόνο σιγά – σιγά
και με τον καιρό. Έτσι θάταν. Γι’ αυτό λεφτά δεν του
βρίσκονταν. Ξοφλούσε, φαίνεται, τους συνεταίρους. Και
μπάσταρδος σίγουρα δεν ήταν. Ορφανός ήταν από μάνα
και πατέρα ή τουλάχιστον από τον ένα. Κάπου είχε και
μια αδερφή παντρεμένη, με πέντε παιδιά. Αυτό μας το
είπε ο ταχυδρόμος. Ίσως να έστελνε και σ᾿ αυτήν κά-
τιτις.

Δεν πέρασε μια βδομάδα, λοιπόν, ακόμα και η τιμή
και η υπόληψη του Στάθη Βάβουλα είχαν σχεδόν αποκα-
τασταθεί. Ωστόσο, όλοι τώρα στο χωριό προτιμούσαν να
μην ξαναγυρίσει ο μαραγκός, όπως και νάναι, είπαν. Ας
πάει στο καλό να βρει κάπου αλλού δουλειά. Τώρα ανά-
μεσά μας ανοίχτηκε πλατύ ποτάμι. Τα παιδιά βέβαια
δεν ήταν διατεθειμένα ν᾿ αφήσουν τόσο γρήγορα τη δια-
σκἐδασή τους μ᾿ αυτή την ιστορία. Περνώντας έξω απ’
το μαραγκούδικο έβαζαν μια φωνή στο δράκο, σηκώνον-
τας τη γροθιά τους, πετούσαν και καμιά πέτρα. Μερικοί
ντόπιοι μ᾿ επιχειρηματικό μυαλό, ζύγιζαν την ευκαιρία
για το σπίτι και τον κήπο και κάναν τους λογαριασμούς
τους. Μα να που η υπόθεση άλλαξε και πάλι. Οι Μηλι-
αίαι απ᾿ την πόλη στέλνουν καινούργια μαντάτα, που φέ-
ραν άνω – κάτω το χωριό. Τη Βούλα τη βρήκαν! Ο Γιώρ-
γος ο Μήλιος πήρε πληροφορίες απ᾿ τη χωροφυλακή και
βρήκε το κορίτσι σ᾿ ένα άσυλο που την είχαν κοντά δέκα
χρόνια τώρα. Κατόπιν μαθεύτηκαν και οι λεπτομέρειες.
Ο Στάθης είχε μιλήσει στην αστυνομία. Αυτός ο ίδιος εἰ-
χε βάλει το κορίτσι στο άσυλο. Αυτός ακριβοπλήρωνε
τόσα χρόνια και στάθηκε μάνα και πατέρας, δίχως να
κάνει λόγο σε κανένα. Ποιος ξέρει, να του ήταν τάχατες
τίποτα το κορίτσι; Το μάθαμε κι αυτό. Όχι τίποτα δεν
ήταν αυτουνού. Μόνο γιατί την είδε έτσι έρμη και κακό-
τυχη και τη λυπήθηκε. Ανατρίχιασε το χωριό ν΄ ακούσει
κάτι τέτοιο για το Στάθη. Όλοι θέλαν να μάθουν το πώς
και το γιατί. Και οι καινούργιες σωστές πληροφορίες
δεν άργησαν να φτάσουν. Ο Στάθης ήταν καλόγερος,
πούχε κάνει στο Άγιο Όρος. Δεκαπέντε χρόνια έκατσε
κει, κι ύστερα είπε στους μοναχούς :

– Αδελφοί, εδώ ήρθαμε για το τομάρι μας, ήρθαμε να
σώσουμε μόνο την ψυχή μας, ήρθαμε να κρυφτούμε του
διαβόλου. Βρίσκω πιο τίμιο να κατέβω κάτω στον κό-
σμο να παλέψω μαζί του.

Πήρε μια εικόνα και τ᾽ αγιοτικά του βιβλία κι έφυ-
γε. Αυτά μελέταγε κάθε βράδυ και γι’ αυτό βλέπαν το
φως να καίει μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα λεφτά του πηγαί-
ναν στα άσυλα και στα νοσοκομεία. Τώρα νιώσαμε όλοι
την ανάγκη να ξαναπλάσουμε απ᾿ την αρχή το μαραγκό,
πιο δίκαια και πιο σωστά. Τώρα καταλαβαίναμε γιατί
απόφευγε τις γυναίκες και δεν παντρευόταν, γιατί δεν
μιλούσε πολύ, γιατί δεν έπαιζε, γιατί δεν έπινε, γιατί
διάλεξε να κάνει τη δουλειά του Χριστού. Ήταν ένας
αληθινός χριστιανός. Γιατί πώς αλλιώς θα άντεχε την
τρομερή συκοφαντία χωρίς τσιμουδιά; Ποιος άλλος δεν
θα κατάτρεχε τον Ιούδα του, το Μήτσο; Ύστερα μα-
θεύτηκε κι η πραγματική καταγωγή του. Ήταν καθαυτό
μωραΐτης, απ᾿ τα Καλάβρυτα, τα μέρη του Παπουλάκου,
που είχε και την προστασία του. Λίγο ως πολύ, ο καθέ-
νας θυμήθηκε κάτι απ᾿ τα σοφά λόγια του και τις συμ-
βουλές του. Βγήκαν και μερικοί που έρριξαν το λόγο
να του ζητήσουν συγχώρεση, να παν να φέρουν πίσω τον
άγιο άνθρωπο και με κάθε θυσία να τον κρατήσουν στο
χωριό. Και προτού προλάβουν να κάνουνε το παραμικρό,
μαθεύτηκε πως ο Στάθης Βάβουλας είχε αναθέσει σε με-
σίτη στην πόλη να του πουλήσει σπίτι, μαγαζί και μηχα-
νήματα και κείνος χάθηκε. Όλοι απογοητεύτηκαν βα-
θιά. Το ίδιο και γω, γιατί μου είχε γεννηθεί μια σφοδρή
επιθυμία να γνωρίσω τον παράξενο μαραγκό, που μέσα
σε δέκα μέρες είχε κάνει ένα ολόκληρο ανθρώπινο κύ-
κλο στα στόματα και στις καρδιές ενός χωριού.

Το τελευταίο ξάφνασμα το πήρα μέσ’ στο λεωφο-
ρείο του γυρισμού, πιάνοντας κουβέντα με τη γυναίκα
του Νωματάρχη, που κάθονταν δίπλα μου.

– Εσείς, της είπα, κάτι παραπάνω θα ξέρετε γι’ αυτόν
τον ασυνήθιστο κοσμοκαλόγερο.
– Κοσμοκαλόγερο, είπατε!, απάντησε περιπαιχτικά
εκείνη.
– Ναι, δεν ήταν;
– Όχι, βέβαια.
– Πες τε μου, τέλος πάντων, δυο λόγια γι’ αυτόν. Κον-
τεύω να τρελλαθώ μ᾿ αυτή την ιστορία. Ποιος ήταν ο Στά-
θης Βάβουλας;
– Νομίζετε πως ξέρω και γω περισσότερα; Ο άντρας
μου είναι τόσο υπηρεσιακός, ξέρετε. Το μόνο που μου
είπε ήταν : «Ό,τι κι αν άκουσες γι΄ αυτόν, δεν είχε κα-
μιά σχέση με την αλήθεια. Η ταυτότητά του έγραφε:
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΒΑΒΟΥΛΑΣ. ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ. ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΕΡΒΙΚΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
ΝΑΥΤΙΚΟΣ».