Της Μικρής Άρκτου
Πρόλογος Ρούβαλη
Το βλέμμα του ποιητή διακρίνει
καλύτερα τον ορίζοντα. Νιώθει την
αλμύρα και το χώμα, τον παλμό της
ύπαρξης, τη σκουριά του χρόνου, την
ελπίδα. Το φως υπάρχει στα είδωλα, ενώ
στους στίχους διεισδύει η έμπνευση.
Τότε η αυγή και Το δειλινό του
μετουσιώνονται σε ψιθύρισμα, σκέψη,
πεφρασµένο δώρο.
Ο ηµεροδρόµος ήλιος του Ηλία
Μαργιόλα περνάει από τα ίδια σημεία,
ακούραστος και «τραγικός ερημίτης του
απείρου», γράφει ποιήματα και νοήματα,
εικόνες, μελωδίες «για να κοσμήσει από
την αρχή το άμορφο χάος…». Η φωνή
του ακούγεται σταθερή, λες κι έρχεται
από την πλευρά του πιο παλιού ανέμου.
Κρατάει μια λύρα για να γεμίζει τη σιωπή
και τα όνειρα. Γράφει: «Μην κλάψεις /
γιατί όταν τα µάτια σου βουρκώνουν /
φτωχαίνει ο ουρανός από άστρα»,
θέλοντας να προσδώσει στην τέχνη του
τη λυρική διάσταση του έρωτα, του
πόνου, του μύθου, του συμβόλου, του
τραγουδιού. Με αυτά τα υλικά
δοκιμάζεται στο χαρτί γνωρίζοντας
εξάλλου ότι το µόνο που μένει είναι η
μνήμη του ποιητή, η ευεξία και η
παρηγοριά από τα λόγια του, η μόνη
αληθινή όραση.
«Αν ήμουν ποιητής / θα έστηνα ένα
λευκό τραγούδι /σε σταυροδρόμια και
πλατείες / Αν ήμουν αθώος, θα ήξερα να
σωπαίνω / Αν ήμουν γενναίος /θα
γιόµιζα τα µάτια σου / γαλάζια
καλοκαίρια…».
Αναζήτηση
Σε βρήκα…
Σε βρήκα πέντε οργιές από το σπίτι
µου, πέντε οργιές απ᾿ το κορμί µου.
Γέρασες πολύ Ραβύ
πεθύµησες τη σπιτίσια ζεστασιά,
τη μυρωδιά του πρόσφορου
και του λιβανωτού την κάπνια.
Γέρασες πολύ Ραβύ
και έσκυψες το ψαρί κεφάλι σου
κάτω απ΄ τα ερηµοκκλήσια
κάτω απ΄ τα εικονοστάσια.
Άφησες τους σκονισμένους δρόμους
της προσφιλούς Ιουδαίας
και της Πετραίας Αραβίας,
πρόδωσες τον Πέτρο
που οδοιπορεί ακόμα
και κλείστηκες στους ναούς.
Αμήν , αμήν λέγω σου Ραβύ,
εγώ δε βγήκα να σε βρω,
παρά για να σε ψάχνω.
Άφωνος
Άφωνος το θαύμα να προσμένεις
κι άφωνος να το καλωσορίζεις.
Να µην βιαστείς
τ’ όνομά του να μαντέψεις,
µην βιαστείς να το προφέρεις.
Οι μέρες που θα ‘ρθουν
θα φέρουν τ’ όνομά του,
θα φέρουν τις κόκκινες γραμμές απ’
το αίμα του.
Ό,τι θα γραφτεί
θα γραφτεί µε το αίμα του
κι εσύ τότε θα γνωρίζεις,
μα θα γνωρίζεις,
όπως πάντα αργά…
Γέφυρα
Βάλε φωτιά σε τούτη τη γέφυρα,
δε θέλω να πεθάνει από γηρατειά…
Κάτωθέ της πέρασε ένα ποτάμι
αγριεμένο τρομάζοντας τις τυφλές
νυχτερίδες της, πάνωθέ της διάβηκαν
ονειροπόλοι ποιητές ανυπότακτα
παιδιά της ανέχειας και της δίψας,
νοσταλγοί του αντίπεραν δέους.
Βάλε φωτιά σε τούτη τη γέφυρα
δε θέλω να πεθάνει από μοναξιά…
Εδώ φίλησα το πρώτο µου κορίτσι,
εδώ κάπνισα το πρώτο µου τσιγάρο,
εγκατέλειψα την παιδιακίσια καρδιά
µου τρέχοντας πίσω από ένα
λάβαρο.
Βάλε φωτιά σε τούτη τη γέφυρα,
δε θέλω κανείς να τη λυπηθεί
απ΄ τους ανυποψίαστους
περαστικούς της, απ΄ τους ανίδεους
εμπόρους της, απ’ τους εντεύθεν και
εκείθεν επιβιώσαντες πιθήκους.
Φύγε δε θα ‘ρθω
Φύγε δεν θα ‘ρθω…
Θα κρεμάσω μια κούνια σήμερα.
Η κόρη µου, κλείνει τα πέντε
του χρόνου θα πάει σχολείο.
Είναι ξανθούλα σαν τη μάνα της
και ζωηρή σαν αγόρι.
Δεν είναι απλό µη θαρρείς
να φτιάξεις μια κούνια!
Θέλει δουλειά και φροντίδα,
να διαλέξεις ποιο δέντρο,
ποιο ύψος, ποιο κλαδί
και πού ‘θε γέρνει ο ήλιος.
Φύγε, δεν θα ‘ρθω…
Ήμουν πάντα μαζί σας
πίστεψα σ’ όλα τα συνθήματα,
ήμουν τότες μαζί σας πού ‘παν
έναν μικρό αγόρι «ήρωα»
και μια πλατεία «Ελευθερία».
Ήμουν εκεί πάντα μαζί σας
ώσπου εκλέξαμε αρχηγούς,
ώσπου μείναμε τόσο λίγοι,
ώσπου γίναμε απλοί αριθμοί
ποσοστά κάποιων υπολογισμών,
ώσπου φθείραμε τη φωνή µας.
Φύγε, δεν θα ‘ρθω….
υπερασπίζω την κούνια της,
της μαθαίνω το πράσινο,
της δείχνω το γαλάζιο,
της φυτεύω δέντρα,
της διαβάζω παραμύθια.
Μη θαρρείς, δεν είναι απλό
να φτιάξεις μια κούνια…
Σκέψου, πρέπει να διαλέξω
ποιο δέντρο ποιο κλαδί,
τη θέση που παραφυλώντας
θ’ αγναντεύω το χαμόγελό της.
Το παιδί
Το παιδί,
το κουβαδάκι,
το κύμα,
το καλοκαίρι,
η θάλασσα.
Το κουβαδάκι,
το κύμα,
το καλοκαίρι,
η θάλασσα.
Το κύμα, το καλοκαίρι,
η θάλασσα.
Το καλοκαίρι,
η θάλασσα.
Η θάλασσα.
Ο Θεός δεν έφυγε
Ο Θεός δεν έφυγε,
άνοιξε το παράθυρο να δεις,
γιατρεύει ένα λουλούδι,
ποτίζει ένα παιδί,
ξεγεννάει μιαν άναστρη νύχτα,
στις χούφτες Του ζεσταίνει την αυγή,
βγάζει το χιόνι απ΄ την καρδιά σου.
Ο Θεός δεν έφυγε, φτιάχνει
παπούτσια του Αχμέτ και του
Πεδρίνιο, ανεμίζει ψηλά μια σημαία,
βαδίζει μαζί µε τους πολλούς,
σπέρνει ρύζι και σιτάρι, μοιράζει
ψίχουλα την καρδιά του.
Ο Θεός δεν έφυγε, στη Βαγδάτη
αγοράζει ένα κοκαλάκι για τη Λεϊλά,
για το μικρό Σελίμ ψάχνει ένα
ψεύτικο πόδι.
Μεσοπέλαγα μιλάει µε τους ανέμους,
παίρνει το σφυγμό μιας νεκρής
πολιτείας.
Ο Θεός δεν έφυγε γιατί πιστεύει σε
μας,
Σηκώνει Το σταυρό κι ανηφορίζει,
ανηφορίζει προς το Εκούσιον Πάθος.