Αγχέμαχα και εκηβόλα
Θα πρότεινα στον αναγνώστη, να παρακολουθήσει, μεταφερμένο κι
εφαρμοσμένο κιόλας στην τεχνική, αυτό το πλέξιμο, που κάνει ο παίκτης
του εγώ και του εμείς, του εαυτού του και των άλλων, σε όλη την έκταση
του ενιαία πλασμένου από μικρές στροφές ποιήματος, το οποίο εξελίσσεται
σ᾿ ένα αρμονικό μουσικό στροβίλισμα με την ανακύκληση όχι απλά
και γενικά του εγώ και του εμείς, αλλά πλέον, και επιμέρους θεμάτων και
μοτίβων που εικονογραφούν ποικιλότροπα τα γενικά: η Χιονάτη, η Κυριακή,
ο θάνατος, το κοριτσάκι, οι σύντροφοι, η ξενιτειά, ένα ακριβό
ιδανικό (σχεδόν ιδεατό) πλάσμα που ολοένα αναμένεται ο ερχομός του,
η φυγή του ποιητή, οι τρελλοί, οι στρατηγοί, το φεγγάρι, η μητέρα, το
κυκλάμινο, το κόκκινο, η φτέρη, το αίμα, η βροχή, το κυπαρίσσι, οι παράνομοι
κι άλλα ακόμα ανακλούνται σε παραλλαγές και ανακοινώνουν
μια εκ βαθέων ομολογία, ψυχής ικανή να συγκινήσει, αισθητά και ηθικά,
κάθε ευαίσθητο αναγνώστη.
Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
αγρυπνάω, Κυριακή, ξενιτιά
ελπίζω, πορεία, κυκλάμινα
φεύγω, φτέρη, Πρωτομαγιά
θα ‘ρθεις, χιονάτη, βροχή
ανοίγω, γαλάζιο, θάνατος
άργησες, πέτρα, ακριβή µου
θυμάμαι, κοριτσάκι, γερανοί
πέρασε, αύριο, κρασί
φοβάμαι, σύντροφε, χαμόγελο
παντοτινή µου, κυπαρίσσια, αρνούμαι.
Γερανοί
πήραν τ’ άβροχα καλοκαίρια µας,
αφήνοντας πίσω, όνειρο,
μια φωτεινή κηλίδα.
Χιονάτη
ας κρατήσουμε την ανάσα µας!
Ένας κουρασμένος ερωδιός
σκύβει στο ρυάκι να ξεδιψάσει.
Πέτρα,
στην όψη σου ξαποσταίνει τάχατες
ατάραχη και ασήμαντη αιωνιότητα;
Χιονάτη,
όχι, δε θα πεθάνουμε από μοναξιά…
Στην άκρη του δάσους οι μικροί σκίουροι έχουν πάντα ένα
σπιτάκι.
Φτέρη
αδελφή των εφτά µου χρόνων
και πρώτο µου κλινάρι,
μαζί σου μοιράστηκα τ᾿ ασυγνέφιαστο όνειρο
και τ᾿ άπλετο φως.
Φοβάμαι
όταν χωρίζεις στις προσευχές σου
το Θεό απ᾿ τον άνθρωπο
το δεξιό απ᾿ τον αριστερό ληστή.
Γαλάζιο
το κρεβατάκι σου,
γαλάζιο το καραβάκι σου,
τριανταφυλλί τ’ όνειρό σου
και ο σταυρός σου κόκκινος.
Ακριβή µου,
μόλις διέρρευσε…
Ο εχθρός
έχει αποσυρθεί εδώ και χρόνια,
Κάψε τα γράμματά µου,
Σε λίγες μέρες γυρίζω
και σκέψου,
δίχως ένδοξο παρελθόν.
Χιονάτη
οι εφτά νάνοι δε γύρισαν απόψε.
Ίσως έγιναν στην πόλη υπηρέτες,
ή στο παλάτι γελωτοποιοί,
Μην κλαις, το δάσος,
είναι για τους μοναχούς.
Σύντροφοι,
είμαι γυμνός έξω απ’ το σπίτι σας και ντρέπομαι,
Θέλω να ντυθώ το φεγγάρι,
να ντυθώ ένα παλιό τραγούδι
αλλά φοβάμαι µη δε µε γνωρίσετε
και µε σημαδέψετε μ᾿ όνομα εχθρού.
Ελπίζω
γιατί η αιωνιότητα δεν είναι τίποτε
δίχως τις δικές μας στιγμές.
Βροχή
Στην άκρια του ποταμού
δυο παιδιά κηδεύουν έναν ερωδιό.
Ήταν λένε,
Ο τελευταίος ερωδιός αυτής της χώρας.
Κοριτσάκι
έλα να σου δείξω µια χαρούμενη πόλη.
Την βρήκα σ’ ένα παλιό, παλιό βιβλίο.
Φοβάμαι
γιατί έμειναν οι νεκροί
να υπερασπίσουν τη ζωή µας,
Θα ‘ρθεις
γιατί η γλώσσα µου φτώχυνε να σε καλέσω,
γιατί η σιωπή ωρίμασε την καρδιά µου,
γιατί ο δείπνος απόψε
είναι για τον αδερφό µου τον Ιούδα.
Ανοίγω
όλα τα παραμύθια
να βρω ποιοι σε μάγεψαν,
ανοίγω τους θαλασσινούς χάρτες
να βρω ποιοι σε πλάνεψαν,
ανοίγω τους επτά ουρανούς
να δω πού κοιμάσαι.
Φοβάμαι
γιατί εξαργυρώσαμε απερίσκεπτα
την ελευθερία µε την πίστη.
Ακριβή µου,
ο Δον Κιχώτης παραδόθηκε στους λογιστές.
Τώρα θέλω ν᾿ ανοίξω την πόρτα
και να σε δω εκεί στο πεζούλι
έτσι απλή και απέριττη,
να ποτίζεις τα λουλούδια,
να λούζεις τα παιδιά.
Τώρα, πριν αθωώσουνε
του τρελό ιππότη.
Κυπαρίσσια
στις ρίζες σας ακούμπησε
να ξαποστάσει ο θάνατος
και πικρογέλασε µε την αλαζονεία μας.
Κοριτσάκι
ο λύκος έκλεψε τα ρούχα της γιαγιάς.
Το ξέρεις!
Κάποιος όμως έκλεψε τα ρούχα απ’ τον λύκο
και δεν τον ξέρω.
Θυμάμαι
ο δικαστής ζήτησε τ᾿ όνομά του,
ο παπάς τις αμαρτίες του,
ο δήμιος το λαιμό του.
Κι όμως,
είχε κρυμμένο ένα όμορφο τραγούδι
στα βάθη της καρδιάς του,
που δεν του το ζήτησε κανείς.
Παντοτινή µου
Φώναξέ µε,
τώρα
που δεν έχω ελπίδα,
θα ᾿ρθω.
Φώναξέ µε,
τώρα,
που δεν έχω πίστη,
θα ᾿ρθω.
Αύριο οι αρχές
θα εκδώσουν
την ταυτότητά µου.
Αρνούμαι
το χτες να ‘ναι μια καμένη Χιροσίμα,
το αύριο να ‘ναι μια ξεχασμένη Χιροσίμα,
γιατί κάποτε εκεί γεννήθηκε ένα παιδί
που δεν το άφησαν να μεγαλώσει.
Θυμάσαι;
Ιούδας βρέθηκε…
Σίμων Πέτρος βρέθηκε…
Πόντιος Πιλάτος ορίστηκε…
Σίμων Κυρηναίος δε βρέθηκε…
Ξενιτιά!
Πόσο καιρό λείπεις;
Η μικρή ροδιά μεγάλωσε.
Το καναρίνι πέθανε.
Πόσο καιρό λείπεις;
Εφτά φορές πέρασε η μάνα σου ρωτώντας…
Πόσο καιρό λείπεις;
Θάνατος
είναι ο επισκέπτης
που έρχεται στην ώρα του,
σε μια γιορτή που κανείς
δεν θυμάται την πρόσκληση.
Αγρυπνάω
στον κήπο.
Εσύ ζωγράφισε έναν πράσινο κάμπο
µε γελαστούς ανθρώπους.
Αγρυπνάω στα τείχη.
Εσύ αγάπησε αυτή την πόλη
που μπορεί να κοιμάται ξένοιαστη.
Αρνούμαι
να ελπίζω,
επειδή το χτες ήταν χειρότερο απ’ το σήμερα.
Πέρασε
έδωσε τ᾽ όνομά του,
έδωσε τα χέρια του
και μαρτύρησε την αλήθεια.
Εμείς του χτίσαμε ένα ναό,
που αργότερα γκρεμίστηκε.
Το χαμόγελό της,
θύμιζε πολύ
λευκό ερημοκλήσι
και αποκάλυπτε συχνά
τις προθέσεις των θεών.
Ξενιτιά…
Είπες, κάποια μέρα…
Ποια μέρα;
Είπες, κάποιο χρόνο…
Ποιο χρόνο;
Χιλιάδες μέρες τώρα,
ίδιες μέρες…
Ο θάνατος
μπήκε και υπόγραψε τελευταίος.
Μετά εισήλθαν οι χοίροι
και κατεβρόχθισαν τα τριαντάφυλλα,
που μόλις είχαν εναποθέσει οι επισκέπτες.
Κυκλάμινο
του βράχου και της πέτρας,
δειλιάζω να σ᾽ αγγίξω,
κυκλάμινο
της φτενής γης και της περφάνιας
διστάζω να σε χαϊδέψω!
Παράξενα, µου θυμίζεις
ώρες πικρές κατάδικές µου.
Θυμάμαι,
δεν ήταν κόκκινο.
Όταν βγήκε το πρωί
το φόρεμά της ήταν λευκό.
Ύστερα κάθισε μέρες
κάτω απ᾿ τους σταυρωμένους γιους της.
Θάνατος
είναι η άκρια τ΄ ουρανού,
αν έχει άκρη ο ουρανός.
Θάνατος είναι το τέρμα της ζωής,
αν έχει τέρμα η ζωή.
Θάνατος είναι το τέλος της αγάπης,
αν έχει τέλος η αγάπη.
Άργησες,
οι παιδικοί μας άγγελοι
προήχθησαν.
Συχνά τους συναντώ
και επιβεβαιώνουν την αμνησία τους.
Φοβάμαι
γιατί ζωγράφισες μιαν άδεια παλάμη
στη μέση ενός νεκρού τοπίου.
Τώρα ξέρω
πως έμεινες πάλι χωρίς Θεό.
Φοβάμαι
τους φλύαρους ρήτορες,
που εκπορνεύουν το λευκό
και διαγράφουν το πράσινο
απ᾿ τη μνήμη των παιδιών μας.
Θυμάμαι
φώναζαν πως ήταν αθώος,
έκλαψαν πως ήταν νέος,
ορκίζονταν πως δεν θα ξεχάσουν.
Ποιοι ήταν;
Κοριτσάκι
ο μύθος λέει:
«ο λύκος φόρεσε την προβειά τ’ αρνιού
και βγήκε».
Και μόνον οι λύκοι γνώριζαν
την απάτη.
Σύντροφε
τι ΄ναι τούτ’ η πατρίδα
που µας ήπιε τη νιότη;
Ένας γαλάζιος ουρανός
αγκαλιασμένος µε τη θάλασσα,
ένας ξυπόλητος καραγκιόζης
ξεκαρδισμένος στα γέλια,
ένα αμπέλι ξερικό
πιασμένο στο βράχο
κι αμέτρητες ανθρώπινες μνήμες.
Αρνούμαι
να πιστέψω,
πως ο καινούργιος διαχειριστής
αυτής της πόλης
είναι ο θάνατος.
Απόψε γεννήθηκαν δυο παιδιά,
δ-ι-α-λ-α-θ-ό-ν-τ-α της προσοχής του.
Χιονάτη,
οι μικρόψυχοι νάνοι
σβήσαν τη φωτιά.
Κράτα τη θύμησή της
και µην τρομάξεις.
Πριν να φέξει,
ο Προμηθέας έφυγε
για τον Όλυμπο.
Πρωτομαγιά,
στις πλατείες
γιόρταζαν το κόκκινο.
Πρωτομαγιά και στις πλατείες
στεφάνωναν το κόκκινο,
Πρωτομαγιά και στις πλατείες
τραυμάτισαν το κόκκινο,
Πρωτομαγιά και οι πλατείες
βάφτηκαν κόκκινες.
Πορεία.
Άφησα τον πατέρα µου στο σπίτι
τη μάνα µου στην πόρτα,
την αδερφή µου στην αυλή,
το σύντροφό µου στο δρόμο.
Κανείς δεν ξέρει πως δε θα επιστρέψω.
Αρνούμαι
να υπογράψω ανακωχή
παρά μόνον
µε την ένθεη τρέλα.
Πήγαν τόσο βαθιά οι ρίζες του
που σύντομα αντάμωσαν τον τάφο του.
Σύντροφε,
σήμερα μοιράσανε το χτες.
Παράξενο, δε βρήκα τίποτα δικό μας,
γι’ αυτό ήρθα να διαβάσω πάλι
τα ονόματά σας στις μαρμαρένιες πλάκες.
Κυριακή
Ο Θεός που κυνηγούσα
όσο πορευόμουν,
τώρα που στάθηκα
με κυνηγάει.
Κρασί.
Ο Θεός ελπίζει μόνο
στα μεθυσμένα παιδιά του.
Ελπίζω.
Η ομορφιά παραμένει
στα χέρια των ποιητών,
που τολμούν να ρωτάνε το δημιουργό της.
Πορεία.
Δεν πορεύομαι
να µε αναγνωρίσει ο Θεός
παρά για να σμικρύνει η απόστασή µας.
Χιονάτη
ματώνει ο δρόμος,
ανθίζει ο πόνος,
ξημερώνει η τρίτη ημέρα.
Αρνούμαι
να πιστέψω,
μέχρι να μάθω
τι παρέλειψαν οι προφήτες
που ήρθαν πριν από µας.