Article content

Φωτογραφία τριών παιδιών σε χωράφι

Χ:3

Κατηγορία: Διηγήματα

ΑΝΤΩΝΗ τόνε λέγανε… Ο Αντώνης βέβαια δεν ήταν
μόνο ένα σκέτο όνομα, ένας ήχος κενός, δίχως περιεχό-
μενο, δίχως διαστάσεις. Ο Αντώνης ήταν ένα αγόρι δεκα-
εφτά χρονών, είχε ένα μπόι 1,73, 67 κιλά, όνομα πατρός
και μητρός, ένα έτος γεννήσεως, τόπο καταγωγής, χρώ-
μα οφθαλμών καστανό.

Τόνε λέγανε Βασίλη… Και δεν ήταν αυτό ένας άδειος
ήχος, να χτυπά στ᾽ αυτιά σου και να χάνεται. Είχε 23
χρόνια, 70 κιλά, 1,74 ύψος. Είχε απολυτήριο στρατού,
ναυτικό φυλλάδιο, γαλάζια μάτια σαν τη θάλασσα που
αγαπούσε, μια μάνα και μια νοσταλγία για μακρινά τα-
ξίδια.

Τόνε λέγανε Λευτέρη. Μα ίσια – ίσια αυτό ήταν το
λιγότερο, ένα όνομα μισοσυνηθισμένο. Να τον δεις στα
27 του χρόνια, 1,83 και μισό (καθώς λέει κι η ταυτότη-
τα), γερός και βαρυκόκκαλος. Κάπου – κάπου, σα γε-
λούσε καμιά φορά, έβλεπες και δεξιά πάνω στο στόμα
του ένα χρυσό δόντι. Τόχε βάλει εκεί, στη θέση εκείνου
πούσπασε ο καυγατζής, πάνω στο παιχνίδι, μικρός στη
γειτονιά.

Ο Αντώνης, λοιπόν, δεν το μπορούσε το χωριό. Πολύ
στενό του φαίνονταν, πολύ φτωχό το έβρισκε. Το ξερό
του χώμα στέκονταν αχάριστο στο δουλευτή, κάθονταν
πάνω στο στήθος του και τον έσφιγγε θανατερά. Του
έκλεινε την ανάσα και τον ορίζοντα, του χαμήλωνε θαρ-
ρείς τα όνειρά του.

Ο Βασίλης, λοιπόν, αγαπούσε τη θάλασσα κι όλο
ξεσηκωμένο τον έβρισκες να μπαρκάρει. Η μάνα φοβό-
ταν τη θάλασσα κι είχε μόνο το Βασίλη.

Ο Λευτέρης λοιπόν, ποτέ δεν πήρε τη δουλειά στα
σοβαρά, καθώς κι όλη τη ζωή του. Ποτές του δεν είπε
να κάτσει κι αυτός για καιρό, να καταπιαστεί με κάτι,
στην ίδια δουλειά, στο ίδιο αφεντικό.

Νόμπελ Άλφρεντ. 1833 – 1896. Εφευρέτης και βιο-
μήχανος. Ο Άλφρεντ Νόμπελ, χαραχτήρας μελαγχολι-
κός και μονόχνωτος, δίχως πολλές παρέες κι άλλα εν-
διαφέροντα, έξω απ’ τη δουλειά του. Μιλούσε κι έγραφε
σε έξι γλώσσες και δεν είχε καν μόνιμη κατοικία, γι’
αυτό τον ονόμασαν «ο πλουσιώτερος αλήτης της Ευ-
ρώπης».

Ο Αντώνης στα 19 του, ήταν 1,74, 66 κιλά κι είχε τις
απαλάμες σκληρές σαν ξυλόφλουδες και δεν το μπορού-
σε ακόμα το χωριό. Άφησε μια μέρα πατέρα και μάνα
στην ξερή γη κι έφυγε για τους κάμπους με το παχύ
χώμα.

Ο Βασίλης δεν άκουσε τη μάνα του, που φοβόταν τη
θάλασσα, και μπαρκάρησε μια μέρα, παίρνοντας απ’ το
νησί ένα μπογαλάκι ρούχα καθαρά, τα 25 του χρόνια,
τα 67 του κιλά, τη θύμηση από δυο μάτια δακρυσμένα
και μια ευχή, που λουλούδισε την τελευταία στιγμή στο
στόμα της μάνας του.

Ο Λευτέρης συλλογίστηκε μια μέρα, πως πάταγε
τα 29, πως καλά ήταν και τ’ άτιμα τα λεφτά, πως η Μα-
ρία φάνηκε εντάξει μαζί του, πως δε βαριέσαι καλή εί-
ναι κι η φαμίλια.

Ο Αντώνης ένα χρόνο γυρίζει στον κάμπο, ψάχνει
να ριζώσει στ᾽ αφράτο χώμα κι όλο κάπου στραβώνει η
τύχη και δε λέει να πάρει τα πάνω του. Ξαναπαίρνει τα
χωριά και τις πολιτείες.

Ο Βασίλης ένα χρόνο μπαρκαρισμένος σ’ ένα γερό
λίμπερτυ, γυρίζει στις μακρινές θάλασσες με τ᾽ ασίγα-
στα κύματα, τον ατέλειωτο ωκεανό, τους εφιαλτικούς τυ-
φώνες και τους αρρωστημένους ήλιους. Στη μάνα στέλ-
νει γράμματα και λίρες εγγλέζικες από τόπους με πα-
ράξενα, δύσκολα, ξενικά ονόματα. Εκείνη τα διαβάζει
κάθε μέρα, λογαριάζει πάντα και ξέρει πόσες μέρες
ακριβώς της λείπει ο Βασίλης.

Ο Λευτέρης, τώρα, όλο και βρίσκεται στο τσακ, να
πιάσει μια σταθερή δουλειά. Ἡ Μαρία φτιάχνει κεντή-
ματα, βάζει τις οικονομίες στην άκρη, σκέφτεται πως η
ζωή σφαίρα είναι και γυρίζει, και δεν ξεχνά πως υπάρ-
χει και Θεός.

Στα 1861, οι τραπεζίτες του Παρισιού άκουγαν ένα
φλογερό Σουηδό που ισχυρίζονταν, πως είχε να τους
ανακοινώσει κάτι σπουδαίο : «Κύριοι», είπε με τόνο δρα-
ματικό ο Άλφρεντ Νόμπελ, «ανακάλυψα ένα λάδι, που
μπορεί να τινάξει τη γη στον αέρα».

Ο Αντώνης κουράστηκε να γυρίζει από χωριό σε πό-
λη κι από πόλη σε χωριό, τα χέρια του ήταν πάντα σκλη-
ρά, ο ορίζοντας κλεισμένος και το μόνο που ήξερε ήταν
πως δε μπορούσε να γυρίσει πάλι από εκεί που ξεκίνη-
σε. Τα μάτια του είχαν πάντα το ίδιο καστανό χώμα, τα
όνειρά του ήταν πάντα χαμηλωμένα.

Ο Βασίλης, κάπου σε κάποια μακρινή θάλασσα στην
Άπω Ανατολή, στην Ινδοκίνα ή στο Πράσινο Ακρωτήρι
αρρώστησε. Γύρισε στο νησί με τα μάτια χωμένα βαθιά
στις γούβες τους και τα μάγουλα σκαμμμένα. Τρόμαξε
η μάνα, έριξε φθονερή ματιά στη βαθιά θάλασσα και ξέ-
χασε ολότελα τα παράξενα ονόματα και κλείδωσε τα
γράμματα στο μπουφέ.

Ο Λευτέρης δεν ήταν δα και χωρίς φιλότιμο. Τόχ᾽ η
φτώχεια από παλιά αχώριστο κουσούρι, τούτο το φιλότι-
μο. Πήρε τους δρόμους και σκίστηκε να ψάχνει, να λο-
γαριάζει τη σταθερή δουλειά.

Είχ’ ο Αντώνης ακόμα μια ελπίδα: Τη μεγάλη πόλη
της Αθήνας. Εδώ έμαθε καλά το σκοτάδι του υπόγειου.
Στενό, ξερό και άγονο, σαν το χώμα του χωριού, σαν την
ατυχία του κάμπου, σαν τις σκληρές χούφτες του. Τώρα
όμως ήταν 20 χρονών και τ᾽ όνομα μιας ξένης χώρας
τρύπωσε στα όνειρά του : Εργάτης στη Γερμανία! Μα
τον πρόλαβ᾽ ο στρατός. Τρεις μήνες ακόμα και θα πή-
γαινε στρατιώτης. Σκέφτηκε να κάνει κάτιτις, ότι νάναι,
να περάσουν αυτοί οι τρεις μήνες. Σαν τέλειωνε ο στρα-
τός, τότε…

Σαν απογιατρεύτηκε ο Βασίλης στο νησί, ο τόπος
πάλι στένεψε, δεν τον κρατούσε. Πήρε το πλοίο της γραμ-
μής για Πειραιά. Εκεί θα έκανε ένα πέρασμα από τα
γραφεία των Ναυτιλιακών Εταιριών. Σαν έπαιρνε την
απόφαση να ξαναμπαρκάρει, θάβρισκε δουλειά στο ἁ-
ψε- σβύσε. Η μάνα είπε μόνο : «Κάτσε έξη μήνες ακόμα,
να δυναμώσεις». Εκείνος πήρε το πλοίο της γραμμής
για Πειραιά. Φτάνοντας γνωρίστηκε από ξαρχής μ’ ένα
καλό παιδί, απλό και ντόμπρο, Λευτέρη τόνε λέγανε.
Ταιριάσανε, κάθησαν και τάπαν και τάπιανε μια – δυο
φορές μαζί. Είχε και μια αρραβωνιαστικιά ετούτος ο
Λευτέρης, σεμνό και νοικοκυρεμένο κορίτσι. Ένα βρά-
δυ ο Λευτέρης του λέει : «Πιάνω από αύριο δουλειά. Δέ-
κα – είκοσι μέρες, έτσι, για προσωρινά. Είδα στις εφη-
μερίδες πως ζητούν εργάτες. Δεν έρχεσαι μαζί;».

Στο τέλος, ο Λευτέρης είδε κι απόειδε, πήρε την από-
φαση να πάει σε μια δουλειά, πούβρε απ᾿ την εφημερίδα
η Μαρία. Ζητούσαν εργάτες για λίγον καιρό. Τόβρισκε
βολικό, γιατί ήταν η δουλειά κοντά στην Αθήνα.

Ήταν 21 χρονών ο Άλφρεντ, όταν γύρισε στο εργο-
στάσιο του πατέρα του. Τη νιτρογλυκερίνη χρησιμοποι-
ούσαν μέχρι τότε μόνο για καρδιοτονωτικό. Οι Νόμπελ
είχαν την εντύπωση πως μπορούσε να μετατραπεί σε δυ-
νατή εκρηκτική ύλη. Γι’ αυτό βάλθηκαν να τη χαλιναγω-
γήσουν. Ο Άλφρεντ κατέληξε στη θεωρία ότι για να
εκραγεί το πηχτό αυτό υγρό, έπρεπε να κλειστεί σ’ ένα
δοχείο κι ύστερα να μεταδοθεί σ᾿ αυτό φωτιά από προη-
γούμενη πυροδότηση. Εφεύρε ένα καψούλι με βροντώδη
υδράργυρο. Ο τρόπος αυτός αποτελεί ακόμα τη βάση
ολόκληρης της βιομηχανίας της νιτρογλυκερίνης και δυ-
ναμίτιδος.
– Εντάξει; ρώτησε ο υπάλληλος.
– Ναι, εντάξει…, είχε συμφωνήσει ο Αντώνης.
– Αύριο, είπε ο σκυμμένος υπάλληλος.
– Ωραία, για πόσες μέρες λέτε;
– Δεκαπέντε, είκοσι πάνω κάτω…
– Και πάλι εντάξει. Μεροκάματο, φαΐ και τα ρέστα;
– Όπως τα διαβάσατε.
– Πάει καλά. Σημειώστε με στην κατάσταση.
– Στοιχεία;
– Αντώνης…
– Έτσι σκέτο Αντώνης;
– Όχι βέβαια. Έχω απ’ όλα: Πατέρα, μάνα, ηλικία :
είκοσι χρονών, ύψος 1.74, βάρος 65…
– Όχι κι έτσι. Τα στοιχειώδη, παρακαλώ. Φτάνουν τα
στοιχειώδη.
– Α, ἐτσι. Ποια λένε όμως στοιχειώδη;

Άρχισε να τα λέει απ᾿ την αρχή. Ο υπάλληλος κού-
νησε το σκυμμένο κεφάλι :
– Τέλος πάντων…

Στο τέλος ο ένας είπε «ευχαριστώ», ο άλλος «παρα-
καλώ». Ο Αντώνης άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Ο Βασίλης πήγε νωρίς για ύπνο. Ο Λευτέρης τ᾽ απὀ-
γευμα πέρασε από κείνο το γραφείο με τη δουλειά κι
έβαλε τ᾿ όνομά του στη λίστα. Αύριο πρωί – πρωί θάφευ-
γαν. Τώρα του φαίνονταν αστείο, ναυτικός αυτός, που
σκέφτηκε να πάει εργάτης, να σκάβει το ξερό χώμα. Δε
βαριέσαι, λίγες μέρες θάναι, είναι κι ο Λευτέρης μαζί.

Μπαίνοντας ο Λευτέρης στο γραφείο, αντίκρυσε ένα
υπάλληλο με γυαλάκια, με το στυλό στο χέρι, νάναι τό-
σο σκυμμμένος πάνω στα χαρτιά του, που νόμιζες πως
ακουμπούσε εκεί τη μύτη του, να στηρίξει το βαρύ του
κεφάλι. Εκείνος ζήτησε όνομα και τα ρέστα, δίχως ν᾿
ανασηκωθεί διόλου, να δει ποιός του μιλούσε. Κι όνομα
και παρόνομα, ότι ήθελε ο άνθρωπος. Υπάλληλος ήταν,
τη δουλειά του έκανε κι εκείνος. ΄Ύστερα, άρχισε να δί-
νει και τα στοιχεία του Βασίλη. Ο υπάλληλος ούτε κατά-
λαθε πως του μιλούσε ο ίδιος άνθρωπος. Άδικα φοβή-
θηκε ο Λευτέρης μη και του ζητούσε τίποτε λεπτομέρει-
ες, που δε θάξερε : Το γένος της μάνας, ας πούμε. Αλλά
όχι. Ήταν λογικός ο σκυμμένος ανθρωπάκος : «Μόνο τα
στοιχειώδη», είπε.

– Εντάξει, όλα εντάξει. Έχετε, παρακαλώ, να ρωτή-
σετε τίποτε;
– Όχι. Τι να ρωτήσω; Κατάλαβα. Χαίρετε…
– Χαίρετε, κύριοι…, είπε ο υπάλληλος, με τη μύτη κολ-
λημένη στο χαρτί.

Σε λίγο, οι Αρχές της Σουηδίας αφαίρεσαν την άδεια
από τους Νόμπελ να φτιάχνουν νιτρογλυκερίνη και τους
έκλεισαν το εργοστάσιο. Ο Άλφρεντ ωστόσο επέμενε
να αποδείξει πως το λάδι του, η «σούπα» του όπως την
έλεγαν ήταν ακίνδυνη. ΄Ύστερα απόνα χρόνο η ίδια η
Κυβέρνηση της Σουηδίας άνοιγε ένα υπόγειο τούνελ για
το τραίνο, μ᾿ αυτή τη «σούπα». Αργότερα, κάνει στη Νέα
Υόρκη, μπροστά σε έντρομα πρόσωπα, μια επίδειξη :
«Πρέπει να βρεθεί μια ακίνδυνη νιτρογλυκερίνη», έλεγε
κι ο Άλφρεντ το κατάφερε κι αυτό.

Ο Αντώνης λοιπόν πρωί – πρωί την άλλη μέρα, την
ώρα που ο κόσμος ζυγιάζονταν ανάμεσα σε νύχτα και
μέρα, περίμενε σε μια πλατεία της Αθήνας. Είχε ραντε-
βού μ᾿ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Σε λίγο 30-40 ακόμα
άντρες φτάσαν εκεί για τον ίδιο λόγο.

Ο Βασίλης την άλλη μέρα πολύ πρωί, από μια πλα-
τεία της Αθήνας, μπήκε στριμωχτά μ᾿ άλλους 30 – 40 σε
ένα μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο, που θα τους έφερνε
στον τόπο της δουλειάς.

Ο Λευτέρης, ψηλός καθώς ήταν, ξεχώριζε πάνω απ’
όλους, 30 – 40 ακόμα άντρες, που στοιβάχτηκαν την άλ-
λη μέρα το πρωί σ’ ένα φορτηγό, που ξεκινούσε κιόλας.

Ο Αντώνης πρόλαβε να πάρει μια εφημερίδα πριν
ξεκινήσουν. Φαντάζονταν το ταξίδι αργό και κουραστι-
κό, πως θάταν όλοι τους με τα μάτια νυσταγμένα, τα
μούτρα ξυνισμένα και τα στόματα κλειστά. Γελάστηκε
ωστόσο. Το πρωί, το αγέρι που δυνάμωνε καθώς έτρεχε
το φορτηγό, σκόρπιζε μια φρεσκάδα κι ένα κέφι για κου-
βέντα. Έτσι όλο – όλο κι αυτός από κείνη την εφημερίδα
διάβασε μονάχα ένα τίτλο : «Φέτος, το βραβείο Νόμπελ
Ειρήνης απονεμήθηκε στον…». Το μάτι του σκόνταψε σε
ένα ξενικό όνομα. Ο Αντώνης δεν πάσκισε πολύ να δια-
βάσει τούτο τ᾽ όνομα. Μουρμούρισε μια βλαστήμια, δί-
πλωσε την εφημερίδα και την έχωσε στη δεξιά απ᾿ όξω
τσέπη του σακκακιού του. Η εφημερίδα χώρεσε ως τη
μέση, βολεύτηκε η μισή μέσα στην τσέπη κι η άλλη μισή
με το φανταχτερό τίτλο στέκονταν απ’ έξω.

Ο Βασίλης, μες στην πολύβουη συντροφιά, άλλο δεν
σκέφτονταν, παρά πώς έτσι ξαφνικά πήγαινε εργάτης
της ξηράς. Αιστάνθηκε δυσφορία κι ένα κόμπο στο λαι-
μό. Έσκυψε με κόπο, έλυσε το ένα του κορδόνι, ύστερα
ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του. Ένιω-
σε καλύτερα. Πήρε βαθιά ανάσα και λογάριασε πάλι
πως ήταν μόνο 15 – 20 μέρες. ΄Ύστερα έσμιξε με τα χον-
τρά καλαμπούρια και τα τρανταχτά γέλια των εργα-
τών. Ο Λευτέρης είχε πλευρίσει τον επιστάτη και του
έπιασε κουβέντα για τόνα και τάλλο. Το πώς και τι ήταν
τούτο τ᾽ αφεντικό, αν ήταν αλήθεια που λέγανε πως εί-
χε κι ένα εργοστάσιο και στο Πέραμα. Εκείνος είπε ναι,
είχε. Ο Λευτέρης έκανε κιόλας μια κρυφή σκέψη : Ήταν
βολικό να πιάσει μια σταθερή δουλειά, εκεί στο εργο-
στάσιο, στο Πέραμα. Αλλιώς δεν έβλεπε άλλη λύση ο
Λευτέρης, παρά να μπαρκάρει στα καράβια με το Βα-
σίλη.

Στη Ν. Γερμανία ανακάλυψε τυχαία λοιπόν ο Άλ-
φρεντ ένα ελαφρό απορροφητικό χώμα (γη δι’ ατόμων).
Έφτιαξε ένα μίγμα από τρία μέρη νιτρογλυκερίνη κι
ένα μέρος χώμα. ΄Ύστερα, αφού το ξέρανε, το συσκεύα-
σε σε φυσίγγια και τ᾿ ονόμασε δυναμίτη.

Σαν έφτασαν σ᾿ ένα γυμνό τόπο, κατέβηκε κι αμέ-
σως ο επιστάτης πήρε ένα χαρτί κι άρχισε να φωνάζει
τα ονόματα. Μικρό και παρόνομα, τίποτε άλλο. Του Αν-
τώνη σε μια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε έτσι στα
βιαστικά τ᾿ όνομά του. Στεναχωρήθηκε. Ένιωσε σα να
τον μείωναν, μ᾿ αυτό το μασημένο όνομα, σαν να τον κό-
βαν στη μέση, σα να τον αγνοούσαν. Πώς νάλεγε «πα-
ρών»; Αυτό σήμαινε «παρών»; Είπε να βγει στη μέση,
να τους φωνάξει : «Αντώνης Πασχάλης, του… και της…
γεννημένος εν… ηλικία 20 χρόνων, ύψος 1,74, βάρος 64,
παρών, εγώ είμαι» !

Σαν έφτασαν σ᾿ ένα πλατύ κουρεμένο τόπο, ο Βα-
σίλης κατέβηκε κι έκανε μια μικρή βόλτα, να κοιτάξει
τα γύρω. Σε μια στιγμή, είδε τους άντρες να μαζεύον-
ται όλοι σμάρι, γύρω σ᾿ έναν ανθρωπάκο, που κάτι διά-
βαζε απόνα χαρτί. Πλησίασε κι αυτός. Άκουσε ονόμα-
τα: «Κώστας Τσίφτης…». Άκου «Τσίφτης», σκέφτηκε ο
Βασίλης. Τί συμπέρασμα να βγάλει απόνα όνομα; Ά-
κουσε μια φωνή μέσα απ᾿ το σμάρι: «Παρών». Τί «πα-
ρών»; Ποιος ήταν παρών; Τσίφτης; Άραγε όνομα και
πράμα τσίφτης; Ποιος ξέρει… Θα δούμε. Ξαναπρόσεξε
τα ονόματα: «Σκαρλάτης, Μελετίδης…». Άκου, Σκαρ-
λάτης! Κάτι του θύμιζε. Κάτι μακρινό και παιδικό. Ένα
κρεβάτι, άσπρα σεντόνια και τα χέρια της μάνας. Κά-
που απ᾿ το σμάρι ξανακούστηκε : «παρών». Ξάφνου, σα
ν΄ άκουσε και τ᾿ όνομά του: «Βασίλης Ράπτης». Ως νάρ-
θει στον εαυτό του, μέσα απ᾿ το σωρό, ξανάκουσε «πα-
ρών». Μα τόσο απρόσωπος έγινε λοιπόν; Μήτε το δικό
του «παρών» δεν χρειάζονταν; Ποιος φώναξε παρών;
Όχι, εκείνος θα φώναζε τώρα μόνος του : «Βασίλης Ρά-.
πτης, ετών 26, ύψος 1,73, βάρος 72, ναυτικός και επάγγελ-
μα, προσωρινά, εργάτης, τυχαία εργάτης, παρών, εγώ
είμαι!».

Σε λίγο έφτασαν σ᾿ ένα φαλακρό τόπο. Ο Λευτέρης
γύρισε δίπλα στον επιστάτη που φώναζε τα ονόματα των
εργατών. Σαν τέλειωσε εκείνος και έβαζε το χαρτί στην
τσέπη, ο Λευτέρης τον πλησίασε από πιο κοντά και τού-
πε: «Θυμόσαστε, ε; «Ναι», έκανε εκείνος ξαφνιασμένος.
«Δεν άκουσες τ᾽ όνομά σου; Πρέπει να το άκουσες. Εγώ
σας διάβασα όλους».

– Ναι, είπε ξεροκαταπίνοντας ο Λευτέρης. Ήθελα να
πω ακόμα, δηλαδή πως εγώ είμαι ο Λευτέρης Παυλίδης.
Και σα νάθελε να πει με τούτο πως «δεν είμαι μόνο Λευ-
τέρης Παυλίδης, είμαι και 30 χρονών, έχω κι ένα μπόι
1,83 και μισό, ζυγίζω σε κόκκαλα και κρέας 81 κιλά.
Όλ᾽ αυτά δεν λογαριάζονται λοιπόν; Αν λογαριάζον-
ται, σημειώστε τα. Παρών» !

Αυτά ήθελε να πει. Μα δεν είπε τίποτα.

Δούλευαν κιόλας στον ήλιο, δυο ώρες τώρα. Η πα-
ρέα του Αντώνη βρήκε μια πέτρα, «ολόκληρο βράχο»,
καθώς είπε κι ο μηχανικός. Έπρεπε, λέει, να βάλουν δυ-
ναμίτη, μια ομάδα εργάτες. Ο Αντώνης έτρεξε πρόθυμα
κοντά σ’ άλλους δυο, που ξεχώριζαν πρώτοι.

«Βράχος ολόκληρος», ακούστηκε σε μια στιγμή. Ο
Βασίλης αναρωτήθηκε, τι θα γίνονταν τώρα με το βρά-
χο. Ο μηχανικός είπε πως θα τον έσπαζαν με τα φουρ-
νέλα και ζήτησε τρεις άντρες γι’ αυτή τη δουλειά. Είδε
το Λευτέρη, που κίνησε πρώτος και τον ακολούθησε.

Τις πρώτες ώρες κιόλας πέσαν πάνω σ᾿ ένα βράχο.
Ο μηχανικός μίλησε για φουρνέλα κι ο Λευτέρης πούχε
ξαναδουλέψει σε τέτοιο πράγμα, κίνησε πρώτος.

Δέκα χρόνια μετά, 15 εργοστάσια Νόμπελ κατα-
σκεύαζαν πάνω από 3.000 τόννους δυναμίτιδα το χρόνο.

Ο κρότος ήταν να σου σπάσει τα τύμπανα… Η ξερή
ρεματιά τον πήρε και τον έσυρε πάνω και κάτω, απ᾿ τη
μια της άκρη ως την άλλη. Πάνω στο βουνό, κάτω ως
το μεγάλο δρόμο. Τα μικροπούλια τρόμαξαν κι έψαχναν
να βρούνε τη φωλιά τους. Το αίμα έθαψε το σκαμμένο
χώμα. Ο αέρας μύρισε ένα μίγμα από καμένες σάρκες,
καμένα χρόνια, καμένα όνειρα. Όλα μαζί. Όνειρα θα-
λασσινά να μυρίζουν φύκι, όνειρα στεργιανά να μυρί-
ζουν αφράτο χώμα.

Η μοναξιά οδήγησε τον Άλφρεντ να καθιερώσει ένα
βραβείο. Άφησε 3.000.000 δολλάρια. Για να βραβεύον-
ται οι εργάτες του πνεύματος, της επιστήμης και της
ειρήνης.

Το αίμα έβαψε ακόμα και τις πέτρες, το γέρικο
κορμό ενός δέντρου, τα χαμηλότερα κλαριά του κι ένας
μεγάλος κοκκινόμαυρος λεκές έπεσε πάνω σ’ ένα σακά-
κι που κρέμονταν. Έπεσε και πάνω σε μια εφημερίδα,
πούταν χωμένη η μισή στην έξω δεξιά τσέπη. Σκέπασε
με μια κόκκινη γραμμή τον τίτλο πού ‘μοιαζε τώρα σαν
ένα κλειστό ματωμένο στόμα…

Ο Αντώνης, ο Βασίλης, ο Λευτέρης, δεν ήταν ονόμα-
τα μ᾿ έναν άδειο ήχο. Ούτε πριν, ούτε τώρα. Μόνο που
πριν, ο καθένας ήξερε να πει: Του… και της… γεννημέ-
νος… ηλικία… ύψος… βάρος… Τώρα κι οι τρεις μαζί ήταν
ένας σωρός από σάρκες, κόκκαλα κι όνειρα.

Ο Αντώνης… ο Βασίλης… ο Λευτέρης… έχει ύψος
Χ : 3. Βάρος Χ : 3.